ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΔΕΞΑΜΕΝΗΣ ΚΑΘΙΖΗΣΗΣ
ΚΑΙ ΤΟΥ ΚΤΙΡΙΟΥ-ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΜΕΤΑΛΛΟΠΛΥΣΙΟΥ
ΤΗΣ ΠΡΩΗΝ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ
ΜΕΤΑΛΛΟΥΡΓΕΙΩΝ ΛΑΥΡΕΙΟΥ (ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ)
ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΣΤΕΓΑΣΗ ΤΟΥ
ΟΡΥΚΤΟΛΟΓΙΚΟΥ ΜΟΥΣΕΙΟΥ ΛΑΥΡΕΙΟΥ
ΚΑΙ ΑΝΑΔΕΙΞΗ ΤΟΥ ΣΕ ΟΡΥΚΤΟΛΟΓΙΚΟ
ΜΟΥΣΕΙΟ ΛΑΥΡΕΙΟΥ ΕΘΝΙΚΗΣ ΕΜΒΕΛΕΙΑΣ
Το Ορυκτολογικό Μουσείο Λαυρείου ιδρύθηκε το 1986 απ’ την Εταιρεία
Μελετών Λαυρεωτικής (Ε.ΜΕ.Λ.), τον σύλλογο των επιστημόνων του Λαυρείου
και της ευρύτερης περιοχής, μη κερδοσκοπικό σωματείο (έτος ίδρυσης
1984) αναγνωρισμένο απ’ το Υπουργείο Πολιτισμού ως νομικό πρόσωπο
ιδιωτικού δικαίου που επιδιώκει πολιτιστικούς σκοπούς (ΦΕΚ
Β/1401/22-10-2001, α/α 54).
Στεγάζεται σε ένα μικρό βιομηχανικό κτίριο, απ’ τα σωζόμενα τμήματα
του μεταλλοπλυσίου της ελληνικής εταιρείας, το οποίο είχε ανεγερθεί
το 1875. Η συνολική συλλογή του Μουσείου ανέρχεται σε 2.100 κομμάτια
απ’ τα οποία μόνον 620 εκτίθενται στις προθήκες του, λόγω έλλειψης
χώρου.
Το Ορυκτολογικό Μουσείο Λαυρείου είναι ένας μοναδικός χώρος
ιστορικής παιδείας: Τα αργυρομολυβδούχα μεταλλεύματα -και όχι μόνον-
τα οποία άρχισαν να εξορύσσονται απ’ το 3600 π. Χ. περίπου είναι αυτά που
καθόρισαν την ιστορική του μοίρα μέχρι σήμερα. Στους κλασικούς
χρόνους ο λαυρεωτικός άργυρος απετέλεσε το ισχυρό έρεισμα της άμυνας
και του πολιτισμού της Αθηναϊκής Δημοκρατίας, στα νεότερα χρόνια το
Λαύρειο απετέλεσε και πάλι τον κατ’ εξοχήν βιομηχανικό-μεταλλευτικό
τόπο της Ελλάδας με την πολλαπλή οικονομική, τεχνολογική, κοινωνική
και πολιτιστική συμβολή του.
Είναι χώρος φυσικής παιδείας: η σπανιότητα, ο αριθμός, οι μορφές, τα
χρώματα, η κρυστάλλωση των ορυκτών (το Λαύρειο έχει χαρακτηρισθεί απ’
τους ειδικούς ανεξάντλητο ορυκτοχημικό μουσείο) δημιουργούν μιαν
εξαιρετική ενότητα. Τα ορυκτά που απαντώνται στο Λαύρειο υπερβαίνουν
τα 460, αριθμός που φέρνει τη Λαυρεωτική στις πρώτες θέσεις του
κόσμου από την άποψη της ποικιλίας των ορυκτολογικών ειδών. Πολλά έχουν ευρεθεί για πρώτη φορά εδώ (λαυριονίτης,
παραλαυριονίτης, σερπιερίτης, κτενασίτης, μαμμοθίτης), σε σύνολο
παγκοσμίως 4.000 περίπου. Ειδικά απ’ τον πλούτο των εκθεμάτων
αναφέρουμε ότι πλην των βασικών ορυκτών, των οποίων έγινε ευρεία
εκμετάλλευση και έχουν ιστορική αξία (αργυρομολυβδούχα, γαληνίτης,
κερουσίτης, ψευδαργυρούχα, σφαλερίτης, σμιθσονίτης και τα
σιδηρομαγγανιούχα), εκτίθενται ορυκτά μοναδικά σε παγκόσμιο επίπεδο,
όπως ο νιλίτης, θορικοζίτης, φιδλερίτης, γεωργιαδεζίτης (που είναι
ορυκτά σκωρίας), καθώς και του φυσικού περιβάλλοντος ορυκτά,
αττικαΐτης, καμαριζαΐτης, καπελασίτης. Ακόμη άλλα εκτίθενται στην πιο ελκυστική μορφή
τους, είναι δε μεγάλης επιστημονικής αξίας και εξαιρετικής γοητείας.
Είναι ταξινομημένα ανάλογα με τη χημική τους σύσταση (σύστημα Dana).
Είναι χώρος αισθητικής αγωγής: Τα ορυκτά, με τη λάμψη της ομορφιάς
τους, αποτελούν ένα ιδιαίτερο ουράνιο τόξο και γλυπτικές συνθέσεις
που η ίδια η φύση-καλλιτέχνης δημιούργησε.
Η επισκεψιμότητά του δεν είναι ζητούμενο, είναι γεγονός. Κάθε χρόνο
χιλιάδες άνθρωποι απ’ την Ελλάδα και το εξωτερικό το επισκέπτονται,
μαθητές (η υπηρεσία Ενιαίου Διοικητικού Τομέα Θεμάτων Σπουδών,
Επιμόρφωσης και Καινοτομιών του Υπουργείου Παιδείας με έγγραφά της
απευθυνόμενα στις Διευθύνσεις Π.Ε. και Δ.Ε. συστήνει να ενημερώσουν
τα σχολεία της περιφέρειάς τους για να το επισκεφθούν), φοιτητές,
ειδικοί επιστήμονες, μέλη ειδικών συνεδρίων, κ. ά. Μια απλή ματιά
στο βιβλίο επισκεπτών το βεβαιώνει.
Το μέγα πρόβλημα όμως είναι η στενότητα του χώρου. Το μικρό κτίριο (μονόχωρος)
είναι απελπιστικά ασφυκτικό και για τα εκθέματα και για τους
επισκέπτες, ουσιαστικά πλέον δεν μπορεί να λειτουργήσει. Γι’ αυτό το λόγο προτείνουμε την αποκατάσταση του γειτνιάζοντος κτιρίου, εμβαδού
312 τ.μ., κατάλοιπου και αυτού του μεταλλοπλυσίου της ελληνικής
εταιρείας, κατασκευασμένου στα τέλη του 19ου αι. και της διπλανής
δεξαμενής καθίζησης εμβαδού 472 τ.μ., που θα στεγάσουν πλέον σε
μόνιμη βάση το μουσείο. Σημειωτέον ότι το μεγάλο βιομηχανικό
συγκρότημα των Πλυντηρίων της ελληνικής εταιρείας για τον
εμπλουτισμό των εκβολάδων-των φτωχών μεταλλευμάτων που είχαν
απορρίψει οι αρχαίοι-, μέλος των οποίων ήταν το σωζόμενο κτίριο,
ήταν απ’ τα μεγαλύτερα, αν όχι το μεγαλύτερο της Ευρώπης, δυνάμενο
να πλύνει 1.500 τόννους εκβολάδων σε 24ωρη βάση. Απ’ τη σωζόμενη
πρόσοψη του κτιρίου και απ’ τις υπάρχουσες φωτογραφίες, όπου
εμφαίνεται όλο το συγκρότημα και το σωζόμενο τμήμα του-το τελευταίο
και αυτοτελώς-, που το δείχνουν στην πρωταρχική του μορφή, το εν
λόγω κτίριο χαρακτηρίσθηκε ως «…σπάνια σύζευξη μεταξύ
νεοκλασσικισμού και βιομηχανικής αρχιτεκτονικής… μνημείο της
παγκόσμιας βιομηχανικής αρχιτεκτονικής» , κηρυγμένο διατηρητέο
μνημείο απ’ την Υπηρεσία Νεοτέρων Μνημείων του ΥΠΠΟ (ΦΕΚ
455/Β/3-8-1981).
Αυτό το νέο Ορυκτολογικό Μουσείο, το οποίο θα στεγασθεί στο παραπάνω
κτίριο, αποκτά, εκ των πραγμάτων, τον χαρακτήρα τού Εθνικού με
διεθνή μάλιστα αξία, θα είναι πλέον το Εθνικό Ορυκτολογικό Μουσείο
Λαυρείου.
Πέραν των εκτεθέντων λόγων που συνηγορούν στον χαρακτηρισμό του
Εθνικού (ιστορική, οικολογική-φυσική-επιστημονική, αισθητική
διάσταση), αξίζει να αναφέρουμε ακόμη ότι:
α) ξένα μουσεία φυσικής
ιστορίας έχουν και πασχίζουν να αποκτήσουν περισσότερα ορυκτά απ’ το Λαύρειο, λόγω της αξίας τους, αλλά και λόγω της ιστορικής
σημειολογικής πλευράς του τόπου προέλευσης-Λαύρειο. Είναι γνωστό το
διεθνές επιστημονικό ενδιαφέρον για το Λαύρειο της μεταλλείας και
της μεταλλουργίας
β) ακριβώς γι’ αυτό, το Εθνικό Ορυκτολογικό
Μουσείο Λαυρείου δεν είναι δυνατόν να είναι αποκομμένο απ’ την
υπόλοιπη πολιτιστική κληρονομιά της περιοχής, εκ των πραγμάτων
αποτελεί τη βάση της και συναρτάται με το ανοιχτό ορυκτολογικό
μουσείο του λαυρεωτικού υπεδάφους, το υπόγειο και υπαίθριο
μεταλλευτικό-μεταλλουργικό μουσείο, αρχαίο και νεότερο, με άλλα
γνωστά μνημεία της περιοχής (ναός του Ποσειδώνα στο Σούνιο, αρχαίο
θέατρο Θορικού, κ. ά.), το Αρχαιολογικό Μουσείο, το
Τεχνολογικό-Πολιτιστικό Πάρκο Λαυρείου του Ε.Μ. Πολυτεχνείου, στον
χώρο της πρώην γαλλικής εταιρείας μεταλλείων Λαυρείου, όπου έχει ήδη
δρομολογηθεί το Μεταλλευτικό-Μεταλλουργικό Μουσείο (Μουσείο
Τεχνολογίας), έργα ευρωπαϊκής εμβέλειας, αλλά και με τα μνημεία της
Αθήνας. Ουσιαστικά έχουμε την ενότητα των μνημείων του υλικού και
του πνευματικού πολιτισμού. Η ιστορική μοίρα διαμόρφωσε έτσι το
Λαύρειο, ώστε το τοπικό να είναι ταυτόχρονα και διεθνές
γ) άλλωστε
ενταγμένο το Εθνικό Ορυκτολογικό Μουσείο σ’ ένα τέτοιο δίκτυο
μνημείων και μουσείων συνιστά, πέραν της προσφερομένης παιδείας,
έναν σοβαρό οικονομικό πόρο για την περιοχή με τη μορφή του
εκπαιδευτικού και πολιτιστικού τουρισμού, μετά τις τελευταίες
περιπέτειες της αποβιομηχάνισης. Γιατί μπορεί τα αργυρομολυβδούχα
κοιτάσματα να εξαντλήθηκαν, όμως η πληθύς των συγκεντρωθέντων
ορυκτών, επίσης τα μεταλλευτικά και μεταλλουργικά μνημεία του τόπου
μας, αρχαία και νεότερα, είναι τα νέα κοιτάσματα που παραμένουν
ανεξάντλητα, μνημεία της βιομηχανικής αρχαιολογίας, νέα μεταλλεία
παιδείας, τεχνολογίας, οικονομίας και πολιτισμού.
Εν κατακλείδι, δεν είναι τυχαίο ότι στη Β΄ διεθνή έκθεση ορυκτών,
που έγινε στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο (Μάιος-Ιούλιος 1994), και
είχε λάβει μέρος και το Μουσείο μας με μεγάλο αριθμό ορυκτών, ο τότε
υπουργός Βιομηχανίας, Ενέργειας, Τεχνολογίας και Εμπορίου και πρωθυπουργός κ. Κ. Σημίτης και ο τότε γ.γ. του ΥΠΠΟ κ. Γ. Θωμάς
είχαν εξαγγείλει την ίδρυση του Εθνικού Ορυκτολογικού Μουσείου με
έδρα το Λαύρειο.
Πηγές:
- Γ.Π. Μαρίνος-W.E. Petrascheck,
Λαύριον, Αθήναι, 1956, σελ. 151.
- Ν. Βουρλάκος, Τα ορυκτά της
Λαυρεωτικής και τα ορυκτά συστατικά των πετρωμάτων της, Λαύρειο,
1992, σελ. 4.
- Φ. Στεφανόπουλος, Το νεοκλασσικό
Λαύριο, στα Τεχνικά Χρονικά, έκτ. έκδ., 8/1976, σελ. 30.
- Τα στοιχεία για το Ορυκτολογικό
Μουσείο Λαυρείου και οι ιστορικές αναφορές είναι ειλημμένα απ’ τα:
Γ.Ν. Δερμάτης, Περιβαλλοντική εκπαίδευση για σχολεία και
ενήλικες-χρησιμοποίηση νέας τεχνολογίας-ερευνητικά προγράμματα στο
Ορυκτολογικό Μουσείο Λαυρείο, ανακοίν. Στο 1ο πανελλήνιο
συνέδριο του ΥΠΠΟ, Μουσεία και Πινακοθήκες, Πραγματικότητα και
προοπτικές, στα Πρακτικά (δακτυλ.), Αθήνα,
29/10-1/11/1993, σελ. 51-56, του ιδίου, Τοπίο και Μνημεία της
Λαυρεωτικής, Θορικός-Λαύρειο-Σούνιο, Λαύρειο, 1994, και του
ιδίου, Βιομηχανική αρχαιολογία των μεταλλευτικών-μεταλλουργικών
εταιρειών του Λαυρείου, 1860-1917, διδακτορική διατριβή, Louvain-la-Neuve,
1999.
|