Περίμενα πώς και πώς αυτό το ταξίδι. Ερχόμουν στην Αθήνα για μόλις 48 ώρες πριν ξαναπετάξω για Ρώμη. Θα μου έφταναν άραγε δύο μόλις μέρες για να απολαύσω όλα τα
εκθέματα της πρώτης νέου τύπου φιλοτελικής έκθεσης που διοργάνωνε η Ε.Φ.Ε.;
Οι αίθουσες ήταν εντυπωσιακές. Χαμηλός κεντρικός φωτισμός και απαλή μουσική. Περιμετρικά της κάθε αίθουσας, σειρά από LCD πάνελ νέας τεχνολογίας 16Κ ή 32Κ, στο ύψος του ματιού, με εναλλασσόμενα τα pdf των ψηφιακών εκθεμάτων. Όλα τα πάνελ εξοπλισμένα με ειδικό λογισμικό και κάμερα για αναγνώριση χειρονομιών (gesture recognition), καθώς και δυνατότητα τηλεχειρισμού για την επιλεκτική προβολή περιεχομένου. Σε μικρές νησίδες, μπροστά από τα πάνελ, οριζόντιες προθήκες, σημειακά φωτιζόμενες, με επιλογή των πλέον σημαντικών πρωτότυπων αντικειμένων από τα εκθέματα.
Όχι, το σύστημα δεν ανατράπηκε. Πριν σταλεί το pdf κάθε εκθέματος στην έκθεση, το πρωτότυπο υλικό πέρασε από έλεγχο από στελέχη της αντίστοιχης εθνικής ομοσπονδίας. Πρωτότυπα αντικείμενα στάλθηκαν στην έκθεση μόνο όσα ζητήθηκαν για περαιτέρω εξέταση από κριτές και εμπειρογνώμονες.
Ήταν η πρώτη φορά που μια φιλοτελική έκθεση παρουσιαζόταν στο κοινό με τεχνολογία αιχμής, προκαλώντας στους επισκέπτες πρωτόγνωρα ερεθίσματα έκπληξης ή θαυμασμού για τα αντικείμενα που μπορούσαν να εμφανιστούν ολοζώντανα, σε υψηλή ανάλυση, ακριβώς μπροστά στα μάτια τους.
Ήταν η πρώτη φορά που αποχαιρετούσαμε για πάντα τα γνωστά, βαριά και δυσκίνητα πλαίσια, την πίεση χρόνου για την ανάρτηση και αφαίρεση των εκθεμάτων, το bin room, την ανάγκη για τεράστιες αίθουσες, τις υπέρογκες δαπάνες για την ασφάλιση και μεταφορά ολόκληρων των εκθεμάτων κτλ.
Ήταν Νοέμβριος 2033. Ή μήπως ήταν νωρίτερα;